διπροσωπία

διπροσωπία
η (Μ διπροσωπία)
[διπρόσωπος]
δολιότητα, ανειλικρίνεια, πανουργία
νεοελλ.
τερατώδης διάπλαση η οποία χαρακτηρίζεται από ένα κορμό και δύο κεφάλια συνενωμένα ώστε να εμφανίζονται δύο πρόσωπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλοπροσωπία — η 1. η ιδιότητα τού διπλοπρόσωπου, διπροσωπία, ανειλικρίνεια 2. το να παρουσιάζεται κάποιος με δεύτερη πλαστή ταυτότητα για να εξαπατήσει τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλοπρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] …   Dictionary of Greek

  • διπλοσύνη — η (Μ διπλοσύνη) [διπλός] διπροσωπία, απάτη …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… …   Dictionary of Greek

  • Ερριέτα-Μαρία — (Henriette Marie, 1605 – 1669). Βασίλισσα της Αγγλίας, κόρη του Ερρίκου Δ’ και της Μαρίας των Μεδίκων. Παντρεύτηκε τον πρίγκιπα της Ουαλίας, που είναι γνωστός ως Κάρολος A’, βασιλιάς της Αγγλίας. Εξαιτίας δογματικών διαφορών διαδραματίζονταν… …   Dictionary of Greek

  • Σενέκας, Λεύκιος Ανναίος — (Lucius Annaeus Seneca). Λατίνος φιλόσοφος και συγγραφέας (Κόρδοβα περ. 4 αι. π.Χ. Ρώμη 65 μ.Χ.). Γιος του ρήτορα Σενέκα του Πρεσβυτέρου, αφού έζησε αρκετό καιρό στην Αίγυπτο, μπήκε στην αυλή του Καλιγούλα, ανέλαβε αξιώματα και παράλληλα ασκούσε… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — η 1. η ιδιότητα του διπλωμάτη. 2. το σύνολο των προσώπων και υπηρεσιών που ασχολούνται με τις εξωτερικές σχέσεις μιας χώρας: Ο Σεφέρης ανήκε στην ελληνική διπλωματία. 3. ικανότητα στις διαπραγματεύσεις και τις συναλλαγές, επιτηδειότητα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”